- μειρακύλλιον
- μειρακύλλιονstriplingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μειρακύλλιον — μειρακύλλιον, τὸ (Α) (με μειωτική σημασία) μικρό μειράκιο, παιδαρέλι, νεαρούλης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεῖραξ, ακος + εκφραστική υποκορ. κατάλ. ύλλιον] … Dictionary of Greek
μειρακυλλίοις — μειρακύλλιον stripling neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακυλλίου — μειρακύλλιον stripling neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακυλλίων — μειρακύλλιον stripling neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακυλλίῳ — μειρακύλλιον stripling neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακύλλια — μειρακύλλιον stripling neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μειρακυλλίδιον — μειρακυλλίδιον, τὸ (Α) [μειρακύλλιον] υποκορ. τού μειρακύλλιον … Dictionary of Greek
-ύλλιο(ν) — υποκοριστική κατάλ. τής Αρχαίας Ελληνικής που έχει σχηματιστεί από το επίθημα υλ(λ)ος* + κατάλ. ιον (βλ. λ. ιος). Παρ όλα αυτά, δεν μαρτυρείται κανένα παράγωγο σε ύλλιον που να προέρχεται απευθείας από ουσ. σε υλ(λ)ος. Το επίθημα ύλλιον… … Dictionary of Greek
μείραξ — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η μνήμη του τιμάται στις 11 Δεκεμβρίου. * * * ο (ΑM μεῑραξ, ακος) μειράκιο, νεαρός, παλικαράκι, έφηβος αρχ. 1. κορίτσι, κοπέλα 2. (για άνδρα) γυναικωτός, κίναιδος, θηλυπρεπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. τής αρχαίας… … Dictionary of Greek
μειρακίδιον — μειρακίδιον, τὸ (Α) [μειράκιον] το μειρακύλλιον* … Dictionary of Greek